Ποιος πληρώνει έναν νέο φόρο; Η οικονομική επιστήμη έχει αποδείξει ότι κάθε νέος φόρος που εισπράττεται από το κράτος πληρώνεται τόσο από αυτόν που αγοράζει το προϊόν το οποίο φορολογείται, όσο και από εκείνον που το παράγει. Το ίδιο συμβαίνει και με την Τηλεοπτική Διαφήμιση, η οποία δυστυχώς φορολογείται και πάλι σαν να είναι είδος πολυτελείας, ενώ στην πραγματικότητα αφορά -τόσο από πλευράς αγοραστή, όσο και από πλευράς πωλητή- σε προϊόντα και υπηρεσίες που «αγοράζονται» περισσότερο από τους φτωχότερους πολίτες. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.
Ποια είναι η φορολογική επιβάρυνση της Τηλεοπτικής Διαφήμισης; Τώρα με την εκ νέου επιβολή του 20%, η φορολογική επιβάρυνση φτάνει αν δεν ξεπερνά το 60%. Έχουμε 20% το νέο φόρο, 23% τον αυξημένο ΦΠΑ και σχεδόν άλλο τόσο το αγγελιόσημο, που είναι στο μεγαλύτερο μέρος του φόρος υπέρ τρίτων, μια που οι περισσότεροι εργαζόμενοι των καναλιών είναι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ.
Ποιοι καλούνται να πληρώσουν τους φόρους αυτούς; Όσοι καταναλώνουν προϊόντα μαζικής κατανάλωσης (από coca cola μέχρι απορρυπαντικά), πληρώνουν μέσα στην τιμή του προϊόντος ένα κόστος Διαφήμισης. Το κόστος αυτό αποτελεί πολύ μεγαλύτερο τμήμα των εισοδημάτων των φτωχών, που διαθέτουν πολύ μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους σε προϊόντα που διαφημίζονται στην τηλεόραση, παρά των πλουσίων που αγοράζουν πολύ περισσότερα κεφαλαιουχικά αγαθά (σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη κ.λπ.) και είδη πολυτελείας, ενώ σημαντικό μέρος του εισοδήματός τους καταλήγει στην αποταμίευση. Συνεπώς ο τηλεοπτικός φόρος στη Διαφήμιση, από πλευράς του κόστους που πληρώνει ο διαφημιζόμενος, είναι ένας αντιστρόφως προοδευτικός φόρος, δηλαδή ένας φόρος κατ’ εξοχήν κοινωνικά άδικος.
Από την άλλη πλευρά ένα είδος φόρου «πληρώνουν» και οι τηλεθεατές, παρακολουθώντας χαμηλότερης ποιότητας προγράμματα. Ο λόγος είναι απλός: Οι σταθμοί για να πληρώσουν το φόρο αναγκάζονται να χαμηλώσουν την ποιότητα των προγραμμάτων τους, τουλάχιστον από πλευράς κόστους παραγωγής, αφού οφείλουν είτε ούτως, είτε άλλως να καλύψουν ένα εικοσιτετράωρο πρόγραμμα. Υποκαθιστούν λοιπόν τις καλές ταινίες, τις ακριβές ελληνικές παραγωγές, τα στοιχειοθετημένα ρεπορτάζ και ντοκιμαντέρ κ.λπ., με φθηνά προγράμματα (τηλε-μάρκετινγκ, μεξικάνικα, φθηνά ριάλιτι κ.λπ.).
Ποιος το πληρώνει περισσότερο αυτό; Προφανώς οι φτωχότεροι πολίτες που βασίζουν μεγαλύτερο μέρος της ενημέρωσης και ψυχαγωγίας τους στην τηλεόραση, αφού δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν πολλές εφημερίδες ή να βγουν συχνά έξω για σινεμά, θέατρο ή φαγητό με παρέα. Το πληρώνει επίσης και η κοινωνία ως σύνολο, μια που μια κακή ιδιωτική τηλεόραση κατ’ εξοχήν χειροτερεύει το γενικότερο επίπεδο παιδείας και πολιτισμού. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο η δημόσια τηλεόραση θεωρείται κοινωνικό αγαθό και χρηματοδοτείται με κοινωνικούς πόρους πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Ποια είναι όμως η κοινωνική λογική να πληρώνει κανείς πανάκριβα μια δημόσια τηλεόραση, που έχει μερίδιο μικρότερο του 20% του χρόνου που δίνουν οι τηλεθεατές για παρακολούθηση τηλεόρασης και να οδηγεί ταυτόχρονα στην εξαθλίωση (δια της εξουθενωτικής φορολογίας σε περίοδο βαθιάς ύφεσης), τα προγράμματα της ιδιωτικής τηλεόρασης; Προγράμματα τα οποία παρακολουθούν οι τηλεθεατές στο 80% του χρόνου που διαθέτουν στην τηλεόραση.
Σοβαρή απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν υπάρχει. Οι κυβερνήσεις από τη δημιουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης μέχρι σήμερα, φορολογούν την Τηλεοπτική Διαφήμιση ως είδος πολυτελείας και βλάπτουν με τον τρόπο αυτό τους φτωχότερους πολίτες. Βλάπτουν επίσης και το επίπεδο παιδείας και πολιτισμού στη χώρα, το οποίο ασφαλώς θα μπορούσε να βελτιωθεί αν αντί οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί να αντιμετωπίζονται ως «αγελάδες για άρμεγμα» και μηχανισμοί παραγωγής κατώτερων τηλεοπτικών προϊόντων, ενθαρρύνονταν οικονομικά και πολιτικά να βελτιώσουν ποιοτικά τις υπηρεσίες που παρέχουν στην ελληνική κοινωνία.
Marketing Week (T. 1290)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.